χλωρίνη

χλωρίνη
η, Ν
χημ. εμπορική ονομασία προϊόντος που αποτελείται από διάλυμα υποχλωριώδους νατρίου και το οποίο χρησιμοποιείται ως λευκαντικό και απολυμαντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλώριο (< χλωρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Β. Ι. Κιατίπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποχλωριώδης — ες, Ν φρ. α) «υποχλωριώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, στην οποία το χλώριο βρίσκεται με αριθμό οξείδωσης + 1, που είναι εξαιρετικά ασταθές μονοβασικό οξύ το οποίο απαντά μόνο με τη μορφή αραιών υδατικών διαλυμάτων, διασπώμενο προς… …   Dictionary of Greek

  • χλώριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cl· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων· έχει ατομικό αριθμό 17, ατομικό βάρος 35,457, δύο ισότοπα σταθερά, με ατομικό αριθμό 35 και 37 σε αντίστοιχες αναλογίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”