- χλωρίνη
- η, Νχημ. εμπορική ονομασία προϊόντος που αποτελείται από διάλυμα υποχλωριώδους νατρίου και το οποίο χρησιμοποιείται ως λευκαντικό και απολυμαντικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλώριο (< χλωρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Β. Ι. Κιατίπη].
Dictionary of Greek. 2013.